- δυσόρατος
- -η, -ο (Α δυσόρατος, -ον)1. αυτός που γίνεται δύσκολα ορατός ή αντιληπτόςαρχ.1. απαίσιος, φοβερός στη θέα2. ασεβής3. το ουδ. ως ουσ.τὸ δυσόρατοντο αθέατο μέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσόρατος — δυσόρᾱτος , δυσόρατος hard to see masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσοράτω — δυσορά̱τω , δυσόρατος hard to see masc/fem/neut nom/voc/acc dual δυσορά̱τω , δυσόρατος hard to see masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσόρατον — δυσόρᾱτον , δυσόρατος hard to see masc/fem acc sg δυσόρᾱτον , δυσόρατος hard to see neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσοράτοις — δυσορά̱τοις , δυσόρατος hard to see masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσοράτου — δυσορά̱του , δυσόρατος hard to see masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσοράτους — δυσορά̱τους , δυσόρατος hard to see masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσόρατα — δυσόρᾱτα , δυσόρατος hard to see neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσόρατοι — δυσόρᾱτοι , δυσόρατος hard to see masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)